- επιστεφής
- ἐπιστεφής, -ές (AM)ο καλυμμένος, σκεπασμένος («ὕλης ἀγρίας ἐπιστεφής», Αρχίλ.)μσν.στολισμένος («ἐπιστεφής φρονήσεως ἡ κεφαλή», Ευστ.)αρχ.φρ. «κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο» — κρατήρες γεμάτους κρασί μέχρι τη στεφάνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στεφής (< στέφος)].
Dictionary of Greek. 2013.