επιστεφής

επιστεφής
ἐπιστεφής, -ές (AM)
ο καλυμμένος, σκεπασμένος («ὕλης ἀγρίας ἐπιστεφής», Αρχίλ.)
μσν.
στολισμένος («ἐπιστεφής φρονήσεως ἡ κεφαλή», Ευστ.)
αρχ.
φρ. «κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο» — κρατήρες γεμάτους κρασί μέχρι τη στεφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στεφής (< στέφος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιστεφής — full of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστεφεῖς — ἐπιστεφής full of masc/fem acc pl ἐπιστεφής full of masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστεφέα — ἐπιστεφής full of neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπιστεφής full of masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστεφές — ἐπιστεφής full of masc/fem voc sg ἐπιστεφής full of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστεφέας — ἐπιστεφής full of masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστεφέες — ἐπιστεφής full of masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”